- τελμάτωση
- η, Ν [τελματώνω]1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού τελματώνω2. μτφ. στασιμότητα, αποτελμάτωση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τελμάτωση — η 1. μεταβολή σε τέλμα. 2. ακινητοποίηση, στασιμότητα: Οι σχέσεις είναι σε τελμάτωση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λίμνασμα — το (Μ λίμνασμα [λιμνάζω] νεοελλ. 1. ακινησία, στασιμότητα νερού, τελμάτωση 2. συνεκδ. στάσιμο νερό, τέναγος, τέλμα, έλος («τα λιμνάσματα τής πεδιάδας») 3. μτφ. αδράνεια, απραξία, έλλειψη δραστηριότητας μσν. καθετί που βρίσκεται σε αφθονία, άφθονη … Dictionary of Greek